πίπα

πίπα
η
(λ. ιταλ.)
1. βοηθητικό όργανο όπου τοποθετείται το τσιγάρο, καπνοσύριγγα: Πίπα με φίλτρο.
2. εργαλείο, όργανο καπνίσματος όπου τοποθετείται ο καπνός, τσιμπούκι, λουλάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πίπα — I (pipa). Γένος βατράχων της Νότιας Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των Πιπιδών. Το είδοςβάτραχος του Σουρινάμφτάνει σε μήκος τα 20 εκ. Το σώμα του είναι κοντό, πλατύ, με μικρό πλατύ τριγωνικό κεφάλι. Στην εποχή της αναπαραγωγής, το δέρμα… …   Dictionary of Greek

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

  • Μαγκρίτ, Ρενέ — (Rene Francois Ghislain Magritte, Λεσέν 1898 – Βρυξέλλες 1967). Βέλγος ζωγράφος. Αποφοίτησε το 1918 από την Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών και άρχισε να δοκιμάζει διάφορες τεχνοτροπίες, μεταξύ των οποίων και την αφηρημένη ζωγραφική. Το 1925… …   Dictionary of Greek

  • καπνίζω — (AM καπνίζω) [καπνός] 1. εκθέτω κάποιον ή κάτι σε καπνό, υποβάλλω κάποιον ή κάτι στην επίδραση καπνού 2. μαυρίζω κάτι με καπνό νεοελλ. 1. εισπνέω τον καπνό ο οποίος παράγεται από αναμμένα φύλλα τού φυτού καπνός που βρίσκονται καταλλήλως… …   Dictionary of Greek

  • καπνιστής — ὁ, θηλ. καπνίστρια (για πρόσ.) αυτός που έχει τη συνήθεια να καπνίζει, να εισπνέει καπνό από τσιγάρο, πούρο, πίπα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνίζω. Η λ. καπνιστής μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος από τον Φ. Α. Βουτσινά, ενώ το… …   Dictionary of Greek

  • καπνοσύριγγα — ἡ 1. μικρός σωλήνας στην άκρη τού οποίου ο καπνιστής τοποθετεί το τσιγάρο ενώ από την άλλη εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την καύση, πίπα 2. σκεύος καπνίσματος που αποτελείται από μικρό κοίλωμα στο οποίο τοποθετείται και καίγεται ο καπνός… …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη …   Dictionary of Greek

  • πεολειξία — η η χρησιμοποίηση τών χειλιών και τής γλώσσας για την διέγερση τού πέους και την πρόκληση ηδονής, ο στοματικός έρωτας, κν. τσιμπούκι, πίπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέος + λειξία (< λείχω «γλείφω»), πρβλ. αιδοιο λειξία] …   Dictionary of Greek

  • τσίκα — η, Ν πίπα που χρησιμοποιούν οι χασισοπότες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”